κατακρήμναμαι

From LSJ
Revision as of 10:08, 11 February 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<form type="infl"><orth extent="full" lang="greek">" to "")

οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακρήμνᾰμαι Medium diacritics: κατακρήμναμαι Low diacritics: κατακρήμναμαι Capitals: ΚΑΤΑΚΡΗΜΝΑΜΑΙ
Transliteration A: katakrḗmnamai Transliteration B: katakrēmnamai Transliteration C: katakrimnamai Beta Code: katakrh/mnamai

English (LSJ)

Pass., A = κατακρέμαμαι, Hp.Morb.2.10, Ar.Nu. 377: impf. κατεκρημνῶντο (from κατακρεμ-κρημνάομαι) h.Bacch.39, prob. in Dsc.4.46, J.AJ3.7.5.

German (Pape)

[Seite 1356] herabhangen, von den Wolken, Ar. Nubb. 376, Schol. κρεμάμεναι ἐκ τοῦ ἀέρος.

Greek (Liddell-Scott)

κατακρήμνᾰμαι: μέσ.,= κατακρέμαμαι, Ἱππ. 464. 20, Ἀριστοφ. Νεφ. 377· παρατατ. κατεκρημνῶντο (ἐκ τοῦ κατακρημνάομαι), Ὁμ. Ὕμν. 6. 39.

French (Bailly abrégé)

être suspendu, bringuebaler.
Étymologie: κατά, κρήμναμαι.

Greek Monolingual

κατακρήμναμαι (Α)
κατακρέμαμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κρήμναμαι «κρέμομαι»].

Greek Monotonic

κατακρήμνᾰμαι: Παθ., κατακρέμαμαι, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κατακρήμνᾰμαι: (только praes.) свисать, нависать (νεφέλαι κατακρημνάμεναι Arph.).

Middle Liddell

Πασς., = κατακρέμαμαι, Ar.]