κατεπάλμενος

From LSJ
Revision as of 11:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεπάλμενος Medium diacritics: κατεπάλμενος Low diacritics: κατεπάλμενος Capitals: ΚΑΤΕΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katepálmenos Transliteration B: katepalmenos Transliteration C: katepalmenos Beta Code: katepa/lmenos

English (LSJ)

κατέπ-αλτο, A v. καταπάλλομαι, κατεφάλλομαι.

German (Pape)

[Seite 1396] part. aor. II. zu κατεφάλλομαι, Il. 11, 94.

Greek (Liddell-Scott)

κατεπάλμενος: ἴδε κατεφάλλομαι·- ἀλλὰ κατέπαλτο, ἴδε ἐν λέξ. καταπάλλω.

French (Bailly abrégé)

v. κατεφάλλομαι.

English (Autenrieth)

see κατεφάλλομαι.

Greek Monotonic

κατεπάλμενος: βλ. κατ-εφάλλομαι· αλλά αντί κατέπαλτο, βλ. καταπάλλω.

Russian (Dvoretsky)

κατεπάλμενος: эп. part. aor. 2 к κατεφάλλομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατεπάλμενος ep. ptc. aor. van κατεφάλλομαι.