κελευθοπόρος

From LSJ
Revision as of 10:50, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευθοπόρος Medium diacritics: κελευθοπόρος Low diacritics: κελευθοπόρος Capitals: ΚΕΛΕΥΘΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: keleuthopóros Transliteration B: keleuthoporos Transliteration C: kelefthoporos Beta Code: keleuqopo/ros

English (LSJ)

ὁ, A wayfarer, AP7.337.

German (Pape)

[Seite 1414] ὁ, der Wanderer, Ep. ad. 664 (VII, 337).

Greek (Liddell-Scott)

κελευθοπόρος: ὁ, ὡς τὸ πεζολογικὸν ὁδοιπόρος, Ἀνθ. Π. 7. 337.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
voyageur.
Étymologie: κέλευθος, πορεύομαι.

Greek Monolingual

κελευθοπόρος, ὁ (Α)
επιγρ. οδοιπόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέλευθος + -πόρος (< πόρος «οδός, πέρασμα, θάλασσα»), πρβλ. αλιπόρος, οδοιπόρος.

Greek Monotonic

κελευθοπόρος: ὁ, οδοιπόρος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κελευθοπόρος:путник, странник Anth.

Middle Liddell

κελευθο-πόρος, ὁ,
a wayfarer, Anth.