κενοδοντίς

From LSJ
Revision as of 11:47, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κενοδοντίς Medium diacritics: κενοδοντίς Low diacritics: κενοδοντίς Capitals: ΚΕΝΟΔΟΝΤΙΣ
Transliteration A: kenodontís Transliteration B: kenodontis Transliteration C: kenodontis Beta Code: kenodonti/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A toothless, AP6.297 (Phan.).

Greek (Liddell-Scott)

κενοδοντίς: -ίδος, ἡ, ἄνευ ὀδόντων, ἀγρεῖφναν κενοδοντίδα (τὸ θηλυκ. ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἀρσεν. κενόδους κατὰ τὸ κυνόδους) Ἀνθ. ΙΙ. 6. 297, μετὰ διαφ. γραφ. κενοδόντιδα.

French (Bailly abrégé)

ίδος
adj. f.
édenté, sans dents.
Étymologie: κενός, ὀδούς.

Greek Monolingual

κενοδοντίς, -ίδος, ἡ (Α)
αυτή που δεν έχει δόντια, ξεδοντιασμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + ὀδούς, ὀδόντος, ].

Greek Monotonic

κενοδοντίς: -ίδος, ἡ (ὀδούς), ανυπαρξία δοντιών, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κενοδοντίς, gen. -ίδος [κενός, ὀδούς] tandeloos.

Middle Liddell

κεν-οδοντίς, ίδος ὀδούς
toothless, Anth.