κρεοδαισία

From LSJ
Revision as of 13:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεοδαισία Medium diacritics: κρεοδαισία Low diacritics: κρεοδαισία Capitals: ΚΡΕΟΔΑΙΣΙΑ
Transliteration A: kreodaisía Transliteration B: kreodaisia Transliteration C: kreodaisia Beta Code: kreodaisi/a

English (LSJ)

ἡ, A distribution of meat, Demetr.Sceps. ap. Ath.10.425c, Plu.2.643a.

French (Bailly abrégé)

v. κρεωδαισία.

Greek Monolingual

κρεοδαισία και κρεαδοσία, ἡ (Α) κρεοδαίτης
η διανομή του κρέατος («ἡ εἰς μερίδας κρεοδαισία, ὅταν... σταθμῷ λαβών ἕκαστος μοῑραν ἑαυτῷ πρόθηται», Πλούτ.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεοδαισία -ας, ἡ [κρεοδαίτης] verdeling van vlees.