κραμβοφάγος

From LSJ
Revision as of 07:45, 24 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")

μή μοι θεοὺς καλοῦσα βουλεύου κακῶς· πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνὴ Σωτῆρος· ὦδ᾽ ἔχει λόγος → When you invoke the gods, do not be ill-advised. For Obedience is the mother of Success, wife of Salvation—as the saying goes.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κραμβοφάγος Medium diacritics: κραμβοφάγος Low diacritics: κραμβοφάγος Capitals: ΚΡΑΜΒΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: krambophágos Transliteration B: krambophagos Transliteration C: kramvofagos Beta Code: krambofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον, A Cabbage-eater, name of a frog, v.l. in Batr.218.

Greek (Liddell-Scott)

κραμβοφάγος: -ον, ὁ τρώγων τὴν κράμβην, ὄνομα βατράχου ἐν Βατραχομ. 221.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
mangeur de choux.
Étymologie: κράμβη, φαγεῖν.

Greek Monolingual

κραμβοφάγος, -ον (Α)
(για βάτραχο) αυτός που τρώει κράμβες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κράμβη + συνδετικό φωνήεν -ο + -φάγος (< θ. φαγ-, πρβλ. -φαγ-ον), πρβλ. χορτοφάγος, ωμοφάγος.

Greek Monotonic

κραμβοφάγος: -ον, Λαχανοφάγος, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

κραμβο-φάγος, ον
cabbage-eater, Batr.