λυχνομαντεία
From LSJ
αἰθὴρ δ᾽ ἐλαφραῖς πτερύγων ῥιπαῖς ὑποσυρίζει (Aeschylus, Prometheus Bound 126) → The bright air fanned | whistles and shrills with rapid beat of wings.
English (LSJ)
ἡ, A divination by means of a lamp, PMag.Lond.121.540,556 (-τία Pap.), PMag.Par. 1.952 (-τία).
Spanish
licnomancia, adivinación por medio de una lámpara
Greek Monolingual
η (Α λυχνομαντεία)
είδος αρχαίας μαντικής που γινόταν με σταθερή ενατένιση και προσήλωση του βλέμματος σε αναμμένο λύχνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + -μαντεία (< μαντεύω), πρβλ. θεομαντεία, ονειρομαντεία.