μεσόφθαλμος
From LSJ
οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor
English (LSJ)
ον, A with middle-sized eyes, Procl.Par.Ptol.202.
German (Pape)
[Seite 141] mit Augen von mittlerer Größe, Procl.
Greek (Liddell-Scott)
μεσόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων μετρίου μεγέθους ὀφθαλμούς, Πρόκλ. παράφρ. Πτολ. σ. 202.
Greek Monolingual
μεσόφθαλμος, -ον (Α)
αυτός που έχει οφθαλμούς μέτριου μεγέθους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)- + ὀφθαλμός (πρβλ. κοντ-όφθαλμος)].