μετακαινίζω

From LSJ
Revision as of 10:59, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2, $3:")

Ἐν ἀρχῇ ἦν ὁ Λόγος, καὶ ὁ Λόγος ἦν πρὸς τὸν Θεόν, καὶ Θεὸς ἦν ὁ Λόγος (Κατὰ Ἰωάννην 1:1) → In the beginning was the Word, and the Word was with God, and the Word was God.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακαινίζω Medium diacritics: μετακαινίζω Low diacritics: μετακαινίζω Capitals: ΜΕΤΑΚΑΙΝΙΖΩ
Transliteration A: metakainízō Transliteration B: metakainizō Transliteration C: metakainizo Beta Code: metakaini/zw

English (LSJ)

A model anew, AP7.411 (Diosc.).

German (Pape)

[Seite 147] umgestalten, μετεκαίνισεν τὰ κατὰ σκηνὴν Αἰσχύλος, Diosc. 17 (VII, 411).

Greek (Liddell-Scott)

μετακαινίζω: μεταβάλλω, ἀλλοιῶ, καὶ τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Ἀνθ. Π. 7. 411.

French (Bailly abrégé)

renouveler.
Étymologie: μετά, καινίζω.

Greek Monolingual

μετακαινίζω (ΑM)
μεταβάλλω, αλλοιώνω, ανακαινίζω, ανανεώνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + καινίζω (< καινός)].

Greek Monotonic

μετακαινίζω: δημιουργώ κάτι νέο, ανακαινίζω, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μετακαινίζω: обновлять, переделывать: τὰ κατὰ σκηνὴν μετεκαίνισεν Anth. (Эсхил) преобразовал сценическое искусство.

Middle Liddell

to model anew, Anth.