μηλοκτόνος

From LSJ
Revision as of 10:06, 25 August 2021 by Spiros (talk | contribs)

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηλοκτόνος Medium diacritics: μηλοκτόνος Low diacritics: μηλοκτόνος Capitals: ΜΗΛΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: mēloktónos Transliteration B: mēloktonos Transliteration C: miloktonos Beta Code: mhlokto/nos

English (LSJ)

ον, A sheep-killing, Hsch. s.v. οἰσφάγῳ σιδήρῳ.

German (Pape)

[Seite 173] Schaafe tödtend, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μηλοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων τὰ πρόβατα, Ἡσύχ. ἐν λέξ. οἰο(σ)φάγῳ σιδήρῳ.

Greek Monolingual

μηλοκτόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει πρόβατα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (II) «πρόβατο» + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μητροκτόνος.