μύρισμα

From LSJ
Revision as of 15:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῠρισμα Medium diacritics: μύρισμα Low diacritics: μύρισμα Capitals: ΜΥΡΙΣΜΑ
Transliteration A: mýrisma Transliteration B: myrisma Transliteration C: myrisma Beta Code: mu/risma

English (LSJ)

ατος, τό, A ointment, ibid. (pl.), Cat.Cod.Astr.8(1).249 (pl.).

German (Pape)

[Seite 220] τό, die aufgetragene Salbe, Poll. 7, 177.

Greek (Liddell-Scott)

μύρισμα: τό, μύρον, ὡς τὸ μύρωμα, Πολυδ. Ζ΄, 177.

Greek Monolingual

το (ΑΜ μύρισμα) μυρίζω
(νεοελλ.-μσν.)
1. η ενέργεια του μυρίζω, το να μυρίζει κανείς
2. οσμή, ευωδιά, μυρωδιά
3. αρωματική ουσία, άρωμα, μύρο
μσν.
1. ευωδιαστό άνθος
2. άσχημη μυρωδιά
3. στον πληθ. τὰ μυρίσματα
τα μυρωδικά
(μσν. -αρχ.) αρωματική αλοιφή
αρχ.
επάλειψη με μύρο.