ξάντης
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
ου, ὁ, A wool-carder, Pl.Plt.281a.
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, der Wollekrempler, Plat. Polit. 281 a.
Greek (Liddell-Scott)
ξάντης: ὁ, ὁ ξαίνων ἔρια, Πλάτ. Πολιτικ. 281Α.
Greek Monolingual
ο, θηλ. ξάντρια (Α ξάντης, θηλ. ξάντρια) ξαίνω
εργάτης ειδικός για την ξάνση του ερίου, λαναράς
νεοελλ.
το εργαλείο του λαναρίσματος, η λανάρα, το λανάρι
αρχ.
(το θηλ. στον πληθ. ως κύριο όν.) Ξάντριαι
τίτλος δράματος του Αισχύλου που δεν διασώθηκε.
Russian (Dvoretsky)
ξάντης: ου ὁ чесальщик шерсти Plat.