ἐντερικός

From LSJ
Revision as of 14:30, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντερικός Medium diacritics: ἐντερικός Low diacritics: εντερικός Capitals: ΕΝΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: enterikós Transliteration B: enterikos Transliteration C: enterikos Beta Code: e)nteriko/s

English (LSJ)

ή, όν, A intestinal, ἀποφυάδες Arist.PA675a17.

German (Pape)

[Seite 855] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντερικός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἐντέρων, εἰς τὰ ἔντερα ἀνήκων, ἀποφυάδες ἐντερικαὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 4.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
anat. intestinal ἀποφυὰς ἐντερική apéndice intestinal Arist.PA 675a18.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐντερικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά
ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.

Russian (Dvoretsky)

ἐντερικός: кишечный (ἀποφυάδες Arst.).