ἐξήλατος

From LSJ
Revision as of 12:20, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

Τοὺς δούλους ἔταξεν ὡρισμένου νομίσματος ὁμιλεῖν ταῖς θεραπαινίσιν → He arranged for his male slaves to have sex with female slaves at a fixed price (Plutarch, Life of Cato the Elder 21.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξήλᾰτος Medium diacritics: ἐξήλατος Low diacritics: εξήλατος Capitals: ΕΞΗΛΑΤΟΣ
Transliteration A: exḗlatos Transliteration B: exēlatos Transliteration C: eksilatos Beta Code: e)ch/latos

English (LSJ)

ον, A beaten out, ἀσπίδα χαλκείην ἐξήλατον Il.12.295.

German (Pape)

[Seite 881] durch Hämmer getrieben, ἀσπίς Il. 12, 295, ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξήλᾰτος: -ον, σφυρηλατηθείς, ἐπὶ μετάλλων, ἀσπίδα ἐξήλατον (ὅπερ ἑρμηνεύεται διὰ τοῦ ἀκολουθοῦντος: ἣν ἄρα χαλκεὺς ἤλασεν) Ἰλ. Μ. 295.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
étiré sous le marteau.
Étymologie: ἐξελαύνω.

English (Autenrieth)

(ἐλαύνω): beaten out, hammered, Il. 12.295†.

Greek Monolingual

ἐξήλατος, -ον (Α)
σφυρηλατημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξ + -ηλατος (< ελαύνω, πρβλ. χαλκήλατος, χρυσήλατος)].

Greek Monotonic

ἐξήλᾰτος: -ον (ἐξελαύνω), σφυρηλατημένος, λέγεται για μέταλλο, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξήλᾰτος: кованный, чеканный (ἀσπίς Hom.).

Middle Liddell

ἐξήλᾰτος, ον ἐξελαύνω
beaten out, of metal, Il.