ἐντεσιεργός

From LSJ
Revision as of 08:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

κατ' ἀρχῆς γὰρ φιλαίτιος λεώςpeople are always ready to blame the rulers, people are against authority, people were fond of anything by which they could call authority in question

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντεσῐεργός Medium diacritics: ἐντεσιεργός Low diacritics: εντεσιεργός Capitals: ΕΝΤΕΣΙΕΡΓΟΣ
Transliteration A: entesiergós Transliteration B: entesiergos Transliteration C: entesiergos Beta Code: e)ntesiergo/s

English (LSJ)

όν, A working in harness, ἡμίονοι ἐ. draught-mules, Il. 24.277.

German (Pape)

[Seite 855] im Geschirr arbeitend, ziehend, ἡμίονοι Il. 24, 277.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντεσιεργός: -όν, ἐπὶ ἡμιόνων, ὑποζύγιος, ἕλκων ἅμαξαν καὶ μὴ ἁπλῶς νωτοφόρος, ζεῦξαν δ’ ἡμιόνους κρατερώνυχας ἐντεσιεργοὺς Ἰλ. Ω. 277.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
qui travaille harnaché.
Étymologie: ἔντος, ἔργον.

Spanish (DGE)

-όν que trabaja provisto de arneses ἡμίονοι Il.24.277.

Greek Monolingual

ἐντεσιεργός, -όν (Α)
(για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ' ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

ἐντεσιεργός: -όν (ἔργον), αυτός που δουλεύει σε ζυγό, υποζύγιος, ἡμίονοι ἐντ., μουλάρια που έλκουν, σύρουν, τραβούν άμαξα, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντεσιεργός: работающий в сбруе, т. е. упряжной (ἡμίονος Hom.).

Middle Liddell

ἐντεσι-εργός, όν ἔργον
working in harness, ἡμίονοι ἐντ. draught- mules, Il.