ἐξιπωτικός

From LSJ
Revision as of 08:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

παρώνυμα δέ λέγεται ὅσα ἀπό τινος διαφέροντα τῇ πτώσει τήν κατά τοὔνομα προσηγορίαν ἔχει, οἷον ἀπό τῆς γραμματικῆς ὁ γραμματικός καί ἀπό τῆς ἀνδρείας ὁ ἀνδρεῖος. → Things are said to be named 'derivatively', which derive their name from some other nam

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξῑπωτικός Medium diacritics: ἐξιπωτικός Low diacritics: εξιπωτικός Capitals: ΕΞΙΠΩΤΙΚΟΣ
Transliteration A: exipōtikós Transliteration B: exipōtikos Transliteration C: eksipotikos Beta Code: e)cipwtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A fit for squeezing out, expressive, φάρμακα Gal.13.993, cf. Aët12.31.

German (Pape)

[Seite 882] ή, όν, zum Ausdrücken, Reinigen gehörig, φάρμακα Galen.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξιπωτικός: -ή, -όν, δυνάμενος ἐξιποῦν, καθαίρειν, καθαρτικός, ἐξιπωτικὰ φάρμακα, ἐλαφρὰ καθαρτικὰ φάρμακα, οὐχὶ ἰσχυρῶς καὶ ἀθρόως ἐνεργοῦντα, Γαληνὸς XIII, 686Α, καὶ ἀλλαχοῦ, ἔκδ. Charter. Lutetiae 1697.

Greek Monolingual

ἐξιπωτικός, -ή, -όν (Α) εξιπώ
καθαρτικός («ἐξιπωτικὰ φάρμακα»).