ἐπανακλίνω

From LSJ
Revision as of 15:24, 31 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">Acut.(Sp.)</b>" to "Acut.(Sp.)")

ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → injustice: the state of despising the laws

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανακλίνω Medium diacritics: ἐπανακλίνω Low diacritics: επανακλίνω Capitals: ΕΠΑΝΑΚΛΙΝΩ
Transliteration A: epanaklínō Transliteration B: epanaklinō Transliteration C: epanaklino Beta Code: e)panakli/nw

English (LSJ)

[ῑ], A make to lie down, τινά Hp.Acut.(Sp.)37, cf. Sm.Ca.2.5; incline one valve of the heart towards the other, Hp. Cord.10.

German (Pape)

[Seite 900] zurück- u. daranlehnen, niederlegen lassen, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανακλίνω: κατακλίνω τινὰ ἐπάνω εἴς τι, περιτείνων σινδόνιον ἐπανάκλινε αὐτὸν Ἱππ. 403. 13.

Greek Monolingual

ἐπανακλίνω (Α)
1. κατακλίνω κάποιον, τον ξαπλώνω πάνω σε κάτι
2. ιατρ. κατευθύνω τη μία βαλβίδα της καρδιάς προς την άλλη
3. κατευθύνω πίσω, οδηγώ πίσω, παίρνω πίσω κάτι που έδωσα.