ἐπικατασκάπτω
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
English (LSJ)
A destroy, τῇ καλαύροπι τὸ σπήλαιον D.H.1.39; throw down upon, ἔτι ζῶντος τὴν γῆν Id.4.48; τὴν πόλιν τισί J.AJ13.13.3; destroy as well, App.Ill.8, al.
German (Pape)
[Seite 946] durch Untergraben zusammenstürzen machen, τί τινι, D. Hal. 1, 39.
Greek Monolingual
ἐπικατασκάπτω (Α)
1. κατεδαφίζω, καταστρέφω
2. καταστρέφω επίσης
3. ρίχνω κάτι, γκρεμίζω κάτι πάνω σε κάποιον («ἐπισκάπτειν ἔτι ζῶντος τὴν γῆν», Δίον. Αλ.).