ἐπιλωβεύω
From LSJ
English (LSJ)
(λώβη) A make mockery of a thing, Od.2.323.
German (Pape)
[Seite 959] worüber spotten, Od. 2, 323.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιλωβεύω: ἐφυβρίζω, οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ ἐκερτόμεον ἐπέεσσιν Ὀδ. Β. 323.
French (Bailly abrégé)
railler, insulter.
Étymologie: ἐπί, λωβεύω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
ἐπιλωβεύω (Α)
χλευάζω («οἱ δ’ ἐπελώβευον καὶ κερτόμεον ἐπέεσσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + λωβεύω «προσβάλλω» (< λώβη «κακοποίηση, προσβολή, βία»)].
Greek Monotonic
ἐπιλωβεύω: κοροϊδεύω, υβρίζω, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιλωβεύω: насмехаться, издеваться (οἱ ἐπελώβευον καὶ ἐκερτόμεον Hom.).