ἐρίφειος

From LSJ
Revision as of 11:07, 21 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " :" to ":")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίφειος Medium diacritics: ἐρίφειος Low diacritics: ερίφειος Capitals: ΕΡΙΦΕΙΟΣ
Transliteration A: erípheios Transliteration B: eripheios Transliteration C: erifeios Beta Code: e)ri/feios

English (LSJ)

ον, (ἔρῐφος) A of a kid, Pherecr.130.9, Antiph.222.7, X.An. 4.5.31; ζωμός Dieuch. ap. Orib.4.6.1: Ἐρίφιος, epithet of Dionysus at Metapontum, Apollod. ap. St.Byz. s.v. Ἀκρώρεια, cf. Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίφειος: -ον, (ἔρῐφος) ἀνήκων εἰς ἔριφον, Φερεκρ. ἐν «Πέρσαις» 1. 9, Ἀντιφάν. ἐν «Φιλώτιδι» 1.7, Ξεν. Ἀν. 4. 5, 31.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
de chevreau.
Étymologie: ἔριφος.

Greek Monolingual

ἐρίφειος, -ον (Α) έριφος
αυτός που ανήκει στο ερίφιο, στο κατσίκι ή που παράγεται ή προέρχεται από ερίφιο («κρέα ἄρνεια, ἐρίφεια», Ξεν.).

Greek Monotonic

ἐρίφειος: -ον (ἔρῐφος), κατσικίσιος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίφειος: козлячий: κρέας ἐρίφειον Xen. мясо козленка, молодая козлятина.

Middle Liddell

ἐρίφειος, ον [ἔρῐφος]
of a kid, Xen.