ἐφοδευτής
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A one who goes the rounds: spy, Aq.Ge.42.9.
German (Pape)
[Seite 1121] ὁ, der herumgeht u. ausspäht, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφοδευτής: -οῦ, ὁ περιερχόμενος πρὸς ἐξέτασιν: - κατάκοπος, Ἀκύλας ἐν Γενέσ. ΜΒ΄, 9.
Greek Monolingual
ο (Α ἐφοδευτής) εφοδεύω
ο αξιωματικός που κάνει έφοδο για έλεγχο, για επιθεώρηση τών φρουρών.