ἀγρώτης

From LSJ
Revision as of 12:20, 9 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "v. l." to "v.l.")

Καλὸν τὸ μηδὲν εἰς φίλους ἁμαρτάνειν → Nihil peccare in amicos est pulcherrimum → Gut ist, sich gegen Freunde nicht versündigen

Menander, Monostichoi, 279
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀγρώτης Medium diacritics: ἀγρώτης Low diacritics: αγρώτης Capitals: ΑΓΡΩΤΗΣ
Transliteration A: agrṓtēs Transliteration B: agrōtēs Transliteration C: agrotis Beta Code: a)grw/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, A of the field, wild, θῆρες E.Ba.564 (lyr.), Rh.266.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης ἄλλη γραφὴ ἀντὶ τοῦ ἀροτρεὺς ἐν Θεοκρ. 25, 51. 2) ὡς ἐπίθ. ὁ ἐν ἀγροῖς, ὁ ἐξ ἀγρῶν, ἄγριος· θῆρες, Εὐρ. Βάκχ. 562 (λυρ.)· χωρικός, βουκόλοι, Ἀνθ. Π. 6. 37.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 rustique;
2 sauvage.
Étymologie: ἀγρός.

Spanish (DGE)

-ου del campo, salvaje St.Byz.s.u. ἀγρός.

Greek Monotonic

ἀγρώτης: -ου, ὁ = ἀγρότης· ως επίθ., άγριος, σε Ευρ.· αγροτικός, χωριάτικος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἀγρώτης:
I ου ὁ поселянин (Theocr. - v.l. ἀροτρεύς).
II ου adj. полевой, степной, дикий (θῆρες Eur.).

Middle Liddell

= ἀγρότης
adj., wild, Eur.: rustic, Anth.