ἀκρόσοφος
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
ον,A high in wisdom, Pi.O.11 (10).19, Lyr.Adesp.93, D.H.Dem.51.
German (Pape)
[Seite 85] hochweise, Pind. Ol. 10, 19; Dion. Hal. Dem. 51; p. bei Plut. Non posse 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκρόσοφος: -ον, ὁ ἄκρος ἐν σοφίᾳ, ἔξοχος, Πινδ. Ο. 11. 19, Διον. Ἁλ. π. Δημοσθ. 51.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'une sagesse supérieure ; sel. d'autres d'une sagesse superficielle.
Étymologie: ἄκρος, σοφός.
English (Slater)
ἀκρόσοφος
1 highest in wisdom στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν (O. 11.19)
Spanish (DGE)
-ον
que sobresale en sabiduría στρατός Pi.O.11.19, στόματα Lyr.Adesp.90.1, ἀνήρ D.H.Dem.51.6.
Greek Monolingual
ἀκρόσοφος, -ον (Α)
ο υπερβολικά σοφός, έξοχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙΙ) + σοφός.
Greek Monotonic
ἀκρόσοφος: -ον, ανώτερος σε σοφία, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀκρόσοφος: мудрейший Pind., Plut.