ἀνθρωποφάγος

From LSJ
Revision as of 14:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

Καλὸν τὸ θνῄσκειν, οἷς ὕβριν τὸ ζῆν φέρει → Quis foeda vita restat, his pulchrum est mori → Wem das Leben Schmach bringt, dem ist Sterben schön

Menander, Monostichoi, 291
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποφάγος Medium diacritics: ἀνθρωποφάγος Low diacritics: ανθρωποφάγος Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: anthrōpophágos Transliteration B: anthrōpophagos Transliteration C: anthropofagos Beta Code: a)nqrwpofa/gos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A man-eating, anthropophagist, anthropophagous, anthropophagic Antiph.68.12, Arist.HA501b1, Heraclit.Incred.31:—esp. of cannibal tribes, Str.4.5.4, etc.

German (Pape)

[Seite 235] Menschen fressend, Arist. H. A. 2, 1; aber ἀνθρωπόφαγος, von Menschen gegessen, Antiphan. Ath. VII, 313 b.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφάγος: [ᾰ], -ον, ὁ τρώγων ἀνθρώπους, τοὺς γὰρ μεγάλους τούτους ἅπαντας νενόμικα ἀνθρωποφάγους ἰχθῦς Ἀντιφάν. ἐν «Βουταλίωνι» 1. 12, κατόπιν ὅμως φαίνεται δίδων ἀντίθετον σημασίαν εἰς τὴν λέξιν· τί φής, ὦ φίλτατε, ἀνθρωποφάγους; πῶς; - ὧν γ’ ἂν ἄνθρωπος φάγοι, δῆλον ὅτι αὐτόθι, - Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 2. 1, 53: - ἰδίως ἐπὶ φυλῶν ἀνθρωποφάγων, Στράβ. 201, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
anthropophage.
Étymologie: ἄνθρωπος, φαγεῖν.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [-ᾰ-]
1 antropófago de anim., Antiph.68.12, Arist.HA 501b1, Heraclit.Par.31, de hombres, Str.4.5.4, Luc.DDeor.16.
2 como n. pr. en plu. Ἀνθρωπόφαγοι Antropófagos pueblo de la Sérica que habitaba al norte de los montes Sayan, Ptol.Geog.6.16.4, Isig.15, Mela 2.1, Plin.HN 4.88.

Greek Monolingual

-α, -ο (Α ἀνθρωποφάγος, -ον)
1. αυτός που τρέφεται με ανθρώπινη σάρκα
2. ο κανίβαλος
νεοελλ.
μτφ.
1. απάνθρωπος, σκληρός
2. πλεονέκτης, εκμεταλλευτής.

Greek Monotonic

ἀνθρωποφάγος: -ον (φᾰγεῖν), αυτός που τρώει ανθρώπους, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποφάγος: питающийся человеческим мясом (θηρίον Arst.).

Middle Liddell

φαγεῖν
man eating, Arist.