ἄβυθος
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
English (LSJ)
ον, A = ἄβυσσος (bottomless, unfathomed), εἴς τινα ἄ. φλυαρίαν Pl.Prm.130d (sed leg. εἴς τινα βυθὸν φλυαρίας).
German (Pape)
[Seite 5] unergründlich, Plat. Parm. 130 d φλυαρία.
Greek (Liddell-Scott)
ἄβυθος: -ον, = ἄβυσσος, εἴς τινα ἄβυθον φλυαρίαν. Πλάτ. Παρμ. 130 D. ἀλλὰ πιθ. ἡ ὀρθὴ γραφὴ εἶναι: εἴς τινα βυθόν φλυαρίας.
Spanish (DGE)
-ον
1 insondable, abisal fig. φλυαρία Pl.Prm.130d.
2 subst. τὸ ἄ. abismo Dam.Isid.199.
Russian (Dvoretsky)
ἄβῠθος: досл. бездонный, перен. нескончаемый (φλυαρία Plat.).