ἄρτυσις
Φρόνημα λιπαρὸν οὐδαμῶς ἀναλίσκεται → Constans animi nulla umquam est consumptio → Ein strahlend heller Geist zehrt keineswegs sich auf
English (LSJ)
εως, ἡ, (ἀρτύω) A dressing, seasoning, Ph.Bel.86.32, D.S.2.59, Plu.2.99c, Gal.6.478; mixing of metals in smelting, Plu.2.395c.
German (Pape)
[Seite 363] ἡ, das Zubereiten, Würzen der Speisen, ὄψων Plut. fort. p. 309; auch der Metalle, pyth. or. 2.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 assaisonnement;
2 mélange de métaux en fusion.
Étymologie: ἀρτύω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 condimentación en cocina οὐδὲν ἀρτύσεως οὐδ' ἁλὸς προσδεόμενα de carnes en conserva y salazón Ph.Mech.86.32, cf. D.S.2.59, περὶ ἄρτυσιν ὄψων ἣν μαγειρικὴν ὀνομάζομεν Plu.2.99d, cf. 993c, ζωμοῦ condimentación del caldo Plu.2.137a, βολβῶν Ath.368c, de uso restringido en dietas, Gal.6.478, Orib.4.9.3, 5, de vinos medicinales Gp.7.13, 8.1.1, en los sacrificios τῶν ἱερείων Harmod.1.
2 en metalurgia aleación, fundición μίξις καὶ ἄ. Plu.2.395c, ἀναβρασσομένη ἄ. Sm.Ib.41.23.
Greek Monolingual
ἄρτυσις, η (Α) αρτύω
1. το να καρυκεύει κανείς τα φαγητά
2. η ανάμιξη μετάλλων στο χωνευτήρι.
Russian (Dvoretsky)
ἄρτυσις: εως ἡ
1) приготовление (ὄψων Plut.);
2) pl. способы приготовления (κατὰ τὰς ἀρτύσεις ποικιλίας Diod.);
3) изготовление, плавка (μίξις καὶ ἄ., sc. χαλκοῦ Plut.).