αχρείος

From LSJ
Revision as of 06:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (7)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (AM ἀχρεῑος, -α, -ον)
άχρηστος, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος
μσν.- νεοελλ.
αισχρός, φαύλος
μσν.
άσχημος
αρχ.
1. ακατάλληλος, ανίκανος για κάτι
2. ανίκανος για μάχη, απόλεμος
3. (το ουδ. ως επίρρ.) ἀχρεῑον
χωρίς λόγο, χωρίς αιτία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + χρεία. Η λ. προσέλαβε ηθικές και κοινωνικές αποχρώσεις αντιτιθέμενη στο επίθ. χρηστός. Αρχικά σήμαινε «άχρηστος, ασήμαντος» και αργότερα μετέπεσε στη σημασία «αισχρός, φαύλος» και τη θέση του πήρε το επίθ. άχρηστος].