ταφών
From LSJ
Οὐκ ἔστι λύπης χεῖρον ἀνθρώποις κακόν → Maerore nullum hominibus est peius malum → für Menschen gibt's kein größres Leid als Traurigkeit
English (LSJ)
A v. τέθηπα. II v. ταφεών (burial ground).
Greek Monolingual
και ταφαιών και ταφών, -ῶνος, ὁ, Α
τόπος ταφής, νεκροταφείο («τὸ μνημεῑον τοῦ ταφεῶνος ἔκτισεν ἐξ ἰδίων Σεπτίμιος», επιγρ. Παλμύρας).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφος + επίθημα -(ε)ών (πρβλ. ἀνδρεών, ἀνδρών)].
German (Pape)
[Seite 1075] s. τέθηπα.
French (Bailly abrégé)
part. de ἔταφον, ao.2 de θάπτω;
v. τέθηπα.
Greek Monotonic
τᾰφών: μτχ. αορ. βʹ· βλ. τέθηπα.
Russian (Dvoretsky)
ταφών: part. aor. к τέθηπα.