θυρωρείο
From LSJ
λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
Greek Monolingual
το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) θυρωρός
νεοελλ.
ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείου
μσν.-αρχ.
το οίκημα του θυρωρού, το δωμάτιο ή το διαμέρισμα στο οποίο μένει ο θυρωρός.