Θαργήλια
νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → it's fitting for a young man to keep silence rather than to speak (Menander)
English (LSJ)
(sc. ἱερά), ων, τά, a festival of Apollo and Artemis held at Athens in the month Thargelion, Hippon.37, Archil.113, Lex ap.D. 21.10, IG22.1138, etc.:—also Ταργ-, SIG57.20 (Milet., v B.C.), Schwyzer 721.8 (Theb. ad Mycalen, iv B.C.): Θαργηλιών, ῶνος, ὁ, name of month at Athens, Antipho 6.42; also at Amorgos, IG12(7).62; and Andros, ib.135:—written Ταργ- at Delos, BCH5.26 (but A Θαργ- IG 11(2).287A19 (iii B.C.)): Θαργήλιος and Ταργήλιος as pr. n., both in GDI5515 (Iasos); Ταργ- in Anacr.40.
Greek (Liddell-Scott)
Θαργήλια: (ἱερά), ων, τά, ἑορτὴ τοῦ Ἀπόλλωνος καὶ τῆς Ἀρτέμιδος ἀγομένη κατὰ τὸν μῆνα Θαργηλιῶνα, Ἱππῶν 28, Ἀρχίλ. 102, Νόμ. παρὰ Δημ. 518. 1, Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείᾳ, σ. 81. 11., 82. 8 κἑξ. (ἔκδ. Blass), Ἡσύχ. - Θαργηλιών, ῶνος, ὁ, ὁ ἐνδέκατος μὴν τοῦ Ἀττ. ἔτους, ἀπὸ τοῦ μέσου Μαΐου μέχρι τοῦ μέσου Ἰουνίου, Ἀντιφῶν 146. 17, κτλ., Ἀριστ. Ἀθηναίων Πολιτείᾳ σ. 47. 16 (ἔκδ. Blass).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
les Thargélies, fête d'Apollon et d'Artémis.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek Monolingual
Θαργήλια και επιγρ. Ταργήλια, τά (ενν. ιερά) (Α)
γιορτή του Απόλλωνος και της Αρτέμιδος, η οποία γινόταν κατά τον μήνα Θαργηλιώνα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Άγνωστης ετυμολ.].
Greek Monotonic
Θαργήλια: (ἱερά), -ων, τά, η γιορτή του Απόλλωνα και της Άρτεμης η οποία διεξαγόταν κατά το μήνα Θαργηλίωνα, Νόμ. παρά Δημ.· Θαργηλιών, -ῶνος, ὁ, ο ενδέκατος μήνας του Αττικού έτους που διαρκούσε από τα μέσα Μαΐου έως τα μέσα Ιουνίου, σε Αττ.
Russian (Dvoretsky)
Θαργήλια: τά Таргелии (аттический праздник жатвы в честь Аполлона и Артемиды в месяце таргелионе) Dem., Arst.
Frisk Etymological English
Grammatical information: n. pl.
Meaning: Ion.-Attic feast before the harvest, connected with the cult of Apollon (Hippon., Archil.), also Ταργήλια (Miletus).
Derivatives: Θαργηλιών (Ταργ-) month name (IA), Θαργήλιος (Ταργ-) PN (Ion.). - Beside it θάργηλος, acc. to Crates ap. Ath. 3, 114a name of a bread, which was otherwise called θαλύσιος (ἄρτος) (s. θαλύσια), also name of a pot (pan) (χύτρα) with cooked fruits, which was considered as symbol of fertility (Suid., H., EM 443, 19).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology, probably Pre-Greek; this is demonstrated by the forms with Τ-. - Acc. to Kretschmer Glotta 10, 108ff. (s. also Glotta 20, 252f. against E. Maaß RhM 78, 13ff.) from *τὰ ἀργήλια (from ἄρχω) "first fruits" (see Schwyzer 413); diff. again Grošelj Živa Ant. 4, 170f. - On the Thargelia Nilsson Gr. Rel. 1, 534.
Frisk Etymology German
Θαργήλια: {Thargḗlia}
Grammar: n. pl.
Meaning: ion. attisches Vorerntefest, mit dem Apollonkult verbunden (Hippon., Archil. usw.), auch Ταργήλια (Milet. u. a.).
Derivative: Davon Θαργηλιών (Ταργ-) Monatsname (ion. att.), Θαργήλιος (Ταργ-) PN (ion.). — Daneben θάργηλος, nach Krates ap. Ath. 3, 114a N. eines Brotes, das sonst θαλύσιος (ἄρτος) benannt wurde (s. θαλύσια), außerdem Ben. eines mit gekochten Früchten gefüllten Topfes (χύτρα), der als Symbol der Fruchtbarkeit betrachtet wurde (Suid., H., EM 443, 19).
Etymology: Ohne Etymologie, wahrscheinlich vorgriechisch. — Nach Kretschmer Glotta 10, 108ff. (s. auch Glotta 20, 252f. gegen E. Maaß RhM 78, 13ff.) aus *τὰ ἀργήλια (von ἄρχω) "Erstlingsfrüchte" (dazu Schwyzer 413); wieder anders Grošelj Živa Ant. 4, 170f. — Zu den Thargelien Nilsson Gr. Rel. 1, 534 m. Lit.
Page 1,654