εὐπρυμνής

From LSJ
Revision as of 11:35, 1 January 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")

τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπρυμνής Medium diacritics: εὐπρυμνής Low diacritics: ευπρυμνής Capitals: ΕΥΠΡΥΜΝΗΣ
Transliteration A: euprymnḗs Transliteration B: euprymnēs Transliteration C: efprymnis Beta Code: eu)prumnh/s

English (LSJ)

ές, A well-steering, well-governing, εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν A.Supp.989 (s.v.l.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπρυμνής: -ές, καλῶς διευθύνων (τὸ πλοῖον), καλῶς κυβερνῶν, τυγχάνοντος εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 989· ὁ Paley ἐξέδωκε: τυγχάνοντα πρευμενῆ φρενὸς χάριν, ὁ Sidgwich: τυγχάνοντας ἐκ πρυμνῆς φρενὸς χάριν, καὶ ἄλλοι ἄλλως.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a le vent en poupe, càd au vent propice ; fig. qui vogue sûrement ; ferme, inébranlable.
Étymologie: εὖ, πρύμνα.

Greek Monolingual

εὐπρυμνής, -ές (Α)
αυτός που κυβερνά καλά, αυτός που κρατάει το πηδάλιο καλά («εὐπρυμνῆ φρενὸς χάριν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πρύμνη.

Russian (Dvoretsky)

εὐπρυμνής: досл. с крепкой кормой, перен. прочный, непоколебимый (χάρις Aesch.).