οἰκοδέκτωρ
From LSJ
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ορος, ὁ, Astrol., A a planet in whose domicile another planet happens to be, Vett.Val.186.15, Paul.Al.F.2, Rhetor. in Cat.Cod.Astr.8(4).206, PMich. in Class.Phil.22.13.
Greek (Liddell-Scott)
οἰκοδέκτωρ: -ορος, ὁ, λέξις ἀστρολογική, σημαίνουσα οἰκοδεσπότην, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλ. Ἀλεξανδρ., πρβλ. οἰκοδέγμων.
Greek Monolingual
οἰκοδέκτωρ, -ορος, ὁ (Α)
πλανήτης στην επικράτεια του οποίου βρίσκεται άλλος πλανήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + δέκτωρ (< δέχομαι), πρβλ. θεοδέκτωρ.