τήτη
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ἡ, A want, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1109] ἡ, Mangel, Entbehrung, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
τήτη: ἡ, «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις» Ἡσύχ.· - ἐκ ταύτης τῆς λέξεως γίνεται τὸ ῥῆμα τητάομαι.
Greek Monolingual
Α
(κατά τον Ησύχ.) «ἀπορία, ἔνδεια, στέρησις».
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. του ρ. τητῶμαι].