τετράμοιρος

From LSJ
Revision as of 13:55, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰμοιρος Medium diacritics: τετράμοιρος Low diacritics: τετράμοιρος Capitals: ΤΕΤΡΑΜΟΙΡΟΣ
Transliteration A: tetrámoiros Transliteration B: tetramoiros Transliteration C: tetramoiros Beta Code: tetra/moiros

English (LSJ)

ον, A fourfold, τ. νυκτὸς φυλακή E.Rh.5 (anap.).

German (Pape)

[Seite 1098] viertheilig, zum vierten Theile, ein Viertheil, Eur. Rhes. 5.

Greek (Liddell-Scott)

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον, ὁ τῆς τετάρτης μοίρας, οἵ τετράμοιρον νυκτὸς φρουρὰν πάσης στρατιᾶς προκάθηνται, «οἱ τετάρτην μοῖραν φρουροῦντες» (Σχόλ.), Εὐρ. Ρῆσ. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui forme la quatrième partie, le quart.
Étymologie: τέσσαρες, μοῖρα.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που ανήκει στην τέταρτη μοίρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -μοιρος (< μοῖρα), πρβλ. δωδεκά-μοιρος].

Greek Monotonic

τετράμοιρος: [ᾰ], -ον (μοῖρα), τετραπλάσιος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τετράμοιρος: составляющий четвертую часть (τ. νυκτὸς φυλακή Eur.).

Middle Liddell

τετρά-˘μοιρος, ον, μοῖρα
fourfold, Eur.