τρυφεραίνομαι

From LSJ
Revision as of 15:15, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")

Ζῆλος γυναικὸς πάντα πυρπολεῖ δόμον → Der Neid (Hass) auf eine Frau verbrennt das ganze Haus → Die Eifersucht der Frau verbrennt das ganze Haus

Menander, Monostichoi, 195
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῠφεραίνομαι Medium diacritics: τρυφεραίνομαι Low diacritics: τρυφεραίνομαι Capitals: ΤΡΥΦΕΡΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: trypheraínomai Transliteration B: trypherainomai Transliteration C: tryferainomai Beta Code: truferai/nomai

English (LSJ)

Pass., A to be fastidious, τρυφερανθείς = with a coxcomb's air, Ar.V.688 (anap.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῠφεραίνομαι: Παθ., θρύπτομαι, κάμνω ἰδιοτροπίας, «νάζια», τρυφερανθεὶς Ἀριστοφ. Σφ. 688.

French (Bailly abrégé)

vivre dans la mollesse.
Étymologie: τρυφερός.

Greek Monotonic

τρῠφεραίνομαι: Παθ., γίνομαι δύστροπος, τρυφερανθείς, έχω τον αέρα του λιμοκοντόρου, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρυφεραίνομαι [τρυφερός] verwijfd doen.

Russian (Dvoretsky)

τρῠφεραίνομαι: быть изнеженным: τρυφερανθείς Arph. с томным видом.

Middle Liddell

τρῠφεραίνομαι,
Pass. to be fastidious, τρυφερανθείς with a coxcomb's airs, Ar.