ἀφριόεις
κάμψαι διαύλου θάτερον κῶλον πάλιν → bend back along the second turn of the race, turning the bend and coming back for the second leg of the double run, run the homeward course, retrace one's steps
English (LSJ)
εσσα, εν, (ἀφρός) A foamy, γένειον AP7.531 (Antip.Thess.); γάλακτος τεῦχος Nic.Al.206, cf. Hymn.Is.164.
German (Pape)
[Seite 415] εσσα, εν, schäumend, Antp. Th. 26 (VII, 531); Nic. Al. 206.
French (Bailly abrégé)
όεσσα, όεν;
écumeux.
Étymologie: ἀφρός.
Spanish (DGE)
-εσσα, -εν
espumeante ἐν δὲ γάλακτος ἀφριόεν νέμε τεῦχος Nic.Al.206, γένειον AP 7.531 (Antip.Thess.)
•neutr. subst. (τὸ) ἀφριόεν la espuma marina, el mar ἐπ' ἀφριόεντι δὲ Νερεὺς πλᾶζε τ[ρ] ίαιναν [ἔ] χων ... ἄνθεσιν ἄχνας Hymn.Is.164 (Andros).
Greek Monotonic
ἀφριόεις: -εσσα, -εν (ἀφρός), αφρώδης, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀφριόεις: όεσσα, όεν покрытый пеной Anth.
Middle Liddell
ἀφρός
foamy, Anth.