ἰσοβαρής

From LSJ
Revision as of 12:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")

τότε λαλήσει πρὸς αὐτοὺς ἐν ὀργῇ αὐτοῦ καὶ ἐν τῷ θυμῷ αὐτοῦ ταράξει αὐτούς → then shall he speak to them in his anger, and trouble them in his fury

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσοβᾰρής Medium diacritics: ἰσοβαρής Low diacritics: ισοβαρής Capitals: ΙΣΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: isobarḗs Transliteration B: isobarēs Transliteration C: isovaris Beta Code: i)sobarh/s

English (LSJ)

ές, A of equal weight, Arist.Cael.273b24,308b34, Chrysipp.Stoic.2.175, Archim.Fluit.1.3, Luc.Vit.Auct. 27.

German (Pape)

[Seite 1264] ές, gleich schwer, Luc. Vit. auct. 27 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσοβᾰρής: -ές, ἔχων ἴσον βάρος, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 6, 8., 4. 2, 7, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
d’un poids égal à, gén. ou dat..
Étymologie: ἴσος, βάρος.

Greek Monolingual

-ές (Α ἰσοβαρής, -ές)
αυτός που έχει το ίδιο βάρος με άλλον
νεοελλ.
1. αυτός που έχει την ίδια βαρομετρική πίεση με άλλον
2. φρ. «ισοβαρείς καμπύλες» — οι καμπύλες γραμμές πάνω σε μετεωρολογικούς χάρτες, οι οποίες ενώνουν τους τόπους που έχουν την ίδια βαρομετρική πίεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ετεροβαρής, ομοιοβαρής].

Russian (Dvoretsky)

ἰσοβᾰρής: одинаково тяжелый, равный по весу (τινος и τινι Arst., Luc.).