ὀψαρτυτής
From LSJ
Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A cook, Hyp.Fr.259; ὀψαρτυταὶ καὶ μυροποιοί Phld.Mus.p.86 K.; used derisively of a gourmand, Timae.70.
German (Pape)
[Seite 432] ὁ, Speisenzubereiter, Koch; Pol. 12, 9, 4; Hyperid. bei Poll. 6, 37; Ath. XIV, 662.
Greek (Liddell-Scott)
ὀψαρτῡτής: -οῦ, ὁ, μάγειρος, Ὑπερείδ. παρὰ Πολυδ. Ϛ΄, 7, Τίμαι. 70˙ ἐν χρήσει ἐμπαικτικῶς παρὰ Πολυβ. 12. 9, 4, Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ὀψαρτυτής, ὁ (Α)
μάγειρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄψον «τροφή, έδεσμα» + ἀρτύω «παρασκευάζω, ετοιμάζω»].
Russian (Dvoretsky)
ὀψαρτῡτής: οῦ ὁ повар Polyb.