ὁμόχροος

From LSJ
Revision as of 20:35, 19 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

ὁκόταν οὖν ταῦτα πληρωθέωσιν, ἐμωρώθη ἡ καρδίη· εἶτα ἐκ τῆς μωρώσιος νάρκη· εἶτ' ἐκ τῆς νάρκης παράνοια ἔλαβεν → now when these parts are filled, the heart becomes stupefied, then from the stupefaction numb, and finally from the numbness these women become deranged

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμόχροος Medium diacritics: ὁμόχροος Low diacritics: ομόχροος Capitals: ΟΜΟΧΡΟΟΣ
Transliteration A: homóchroos Transliteration B: homochroos Transliteration C: omochroos Beta Code: o(mo/xroos

English (LSJ)

ον, contr. ὁμό-χρους, ουν, A of one colour, opp. ποικίλος, Arist.HA543a25, cf. 525a4; alike in colour, prob. in Epicur.Ep.Ip.IIU., cf.Gal.13.496, AP5.300 (Paul.Sil.); uniform in colour, Hp.Mul.1.40 : heterocl.pl. ὁμόχρους (from ὁμόχροες) Archig. ap. Paul.Aeg.4.5.

German (Pape)

[Seite 342] von derselben, von gleicher Farbe, Arist. gen. an. 3, 1; auch ὁμόχρους, οος, Luc. Pisc. 51; τὸ ὁμόχροον = ὁμόχροια; bei Hipp. von gleicher, ebener Oberfläche, καὶ λεῖος.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμόχροος: -ον, συνῃρ. -χρους, ουν, ὁ ἔχων ἓν καὶ τὸ αὐτὸ χρῶμα, ἀντίθ. τῷ ποικίλος. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 10, 3, πρβλ. 4. 1, 24· ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν χροιάν, τὸ αὐτὸ χρῶμα, Ἀνθ. Π. 5. 301· ἑτερόκλ. πληθ. ὁμόχροες, μνημονεύεται ἐκ τοῦ Παύλου τοῦ Αἰγ.: - οὕτως, ὁμοχρώματος, ον, Διόδ. 1. 88· ὁμόχρωμος, ον, Α. Β. 220· ὁμόχρως, ὁ, ἡ, -χρων, τό, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 1, 2, Θεοφρ. περὶ Αἰσθ. 37, κτλ.: πρβλ. Λοβεκ. Παραλ. 256.
ΙΙ. ὁ ἔχων ὁμαλὴν ἐπιφάνειαν (πρβλ. ὁμόχροια ΙΙ), Ἱππ. 607. 8.

French (Bailly abrégé)

v. ὁμόχρους.

Russian (Dvoretsky)

ὁμόχροος: стяж. ὁμόχρους 2
1) одного цвета, одноцветный (ὁ. καὶ λεῖος Arst.);
2) такого же (одинакового) цвета, сходный по цвету (Ἠώς Anth.).