ῥοΐζω
From LSJ
φελένη καὶ φάναξ καὶ φοῖκος καὶ φαήρ → Ἑλένη καὶ ἄναξ καὶ οἶκος καὶ ἀήρ | Helen, lord, house, and air
English (LSJ)
ἵππον, (ῥοή) A water a horse, ride him in a pond, ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ Hippiatr.87.—The form ῥοϊζομένους is dub.l.in Str.14.5.12.
German (Pape)
[Seite 848] ἵππον, ein Pferd schwemmen, in die Schwemme reiten, auch im med., Lob. Phryn. 616.
Greek (Liddell-Scott)
ῥοΐζω: ἵππον, (ῥοὴ) βάλλω τὸν ἵππον εἰς τὸ ὕδωρ νὰ κολυμβήσῃ, Συγγραφεὺς παρὰ τῷ Σαλμασ. εἰς Σολῖν. σ. 336. ― Ὁ τύπος ῥοϊζομένους εἶναι παρεφθαρμένος ἐν Στράβ. 673, ἴδε Kramer ἐν τόπῳ.
Greek Monolingual
ΜΑ ῥόος / ῥοή]
(σχετικά με άλογο) οδηγώ στο νερό για να πλύνω («ῥοΐσαντα εἰς ὕδωρ γλυκύ», Ιππιατρ.).