πώλησις
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
English (LSJ)
εως, ἡ, selling, sale, X.Oec.3.9, Arist.EE1232a3, BGU184.1 (i A.D.).
German (Pape)
[Seite 827] ἡ, das Verkaufen, der Verkauf, Xen. Oec. 3, 9.
Greek (Liddell-Scott)
πώλησις: ἡ, ὡς καὶ νῦν, τὸ πωλεῖν, κοινῶς «πούλησις», ἄλλως τε καὶ τῶν αὐτῶν ὄντων ἀγαθῶν εἴς τε τὴν χρῆσιν καὶ
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
vente.
Étymologie: πωλέω.
Greek Monotonic
πώλησις: ἡ, πώληση, έκθεση πραγμάτων προς αγορά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
πώλησις: εως ἡ продажа Xen., Arst.