γυνά

From LSJ
Revision as of 14:30, 17 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (SL_1)

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source

English (Slater)

γῠνά (γυνά, -αικός, -αῖκα; -αικῶν, -αιξί(ν), -αῖκας)
   1 woman ἄνδρεσσι καὶ γυναιξὶ (P. 5.64) καὶ γυναιξὶν καλλικόμοισιν ἀριστεύει πάλαι (N. 10.10) γυν]αικῶν ἑδνώσεται[ (Pae. 4.4) ἀνδρὸς δοὔτε γυναικὸς χρή με λαθεῖν ἀοιδὰν πρόσφορον Παρθ. 2. 3. Μένδητα αἰγιβάται ὅθι τράγοι γυναιξὶ μίσγονται fr. 201. 3. the women of Lemnos, who killed their husbands: Κλυμένοιο παῖδα Λαμνιάδων γυναικῶν ἔλυσεν ἐξ ἀτιμίας (O. 4.20) “ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (sc. Εὔφαμος) (P. 4.50) Λαμνιᾶν τἔθνει γυναικῶν ἀνδροφόνων (P. 4.252) servant women: “κωκυτῷ γυναικῶν” (P. 4.113) ἐκ δ' ἄῤ ἄτλατον δέος πλᾶξε γυναῖκας (N. 1.49) temple prostitutes: ἀρχὰν σκολίου ξυνάορον ξυναῖς γυναιξίν fr. 122. 15. equivalent to παρθένος: “θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” of Cyrene (P. 9.30) οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν the daughter of Antaios (P. 9.105) esp. wife : νηλὴς γυνά Klytaimnestra (P. 11.22) ἀνδροδάμαντ' Ἐριφύλαν, ὅρκιον ὡς ὅτε πιστόν, δόντες Οἰκλείδᾳ γυναῖκα (N. 9.17) γόνον ὑπάτων μὲν πατέρων μελπόμενοι γυναικῶν τε Καδμειᾶν (pl. pro sing.: Dionysos, son of Zeus and Semele is meant) fr. 75. 12.