μισότυφος
From LSJ
ἐπάμεροι· τί δέ τις; τί δ' οὔ τις; σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος → Neverlasting: What is a somebody? What is a nobody? You are a dream of a shadow | Creatures of a day. What is a someone, what is a no one? Man is the dream of a shade.
English (LSJ)
ον, hating humbug, Luc.Pisc.20.
German (Pape)
[Seite 192] Feind von Aufgeblasenheit, Luc. Pisc. 20.
Greek (Liddell-Scott)
μῑσότῡφος: -ον, ὁ μισῶν τὸν τῦφον, τὴν ὑπερηφανίαν, Λουκ. Ἁλιεῖς 20.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui hait l’orgueil, la vanité.
Étymologie: μισέω, τῦφος.
Greek Monolingual
μισότυφος, -ον (Α)
αυτός που μισεί την αλαζονεία, την περηφάνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μισῶ + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. σεμνότυφος, φιλότυφος)].
Greek Monotonic
μῑσότῡφος: -ον, αυτός που απεχθάνεται την αλαζονεία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
μῑσότῡφος: ненавидящий чванство Luc.