φιλότυφος
From LSJ
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
English (LSJ)
φιλότυφον, loving pride, arrogant, Ph.1.671.
German (Pape)
[Seite 1288] Stolz, Hoffarth liebend, Philo, neben δοξομανής.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλότῡφος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὴν ὑπερηφανίαν, ὑπερήφανος, ἀλαζών, Φίλων Ι, 671, 51.
Greek Monolingual
-ον, Α
αλαζόνας, υπερόπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + τῦφος «αλαζονεία, έπαρση» (πρβλ. μισότυφος)].