επίπλους

From LSJ
Revision as of 12:20, 28 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "αῑοι" to "αῖοι")

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source

Greek Monolingual

(I)
ο (Α ἐπίπλους) πλους
ο πλους εναντίον κάποιου, η έφοδος, η επίθεση πλοίου ή στόλου εναντίον άλλου εχθρικού («μὴ διαφύγοιεν πλέοντες τὸν ἐπίπλουν σφῶν οἱ Ἀθηναῖοι», Θουκ.)
αρχ.
(σπαν., χωρίς εχθρ. σημ.) ο πλους προς κάποιον, η προσέγγιση («τῷ φιλίῳ ἐπίπλῳ», Θουκ.).
(II)
ἐπίπλους, -ουν (-οος, -οον) (Α) πλους
1. (για πλοίο) ο κατάλληλος για επίθεση, μάχιμος (α. «ἔχων πέντε ναῡς ἐπίπλους», Πολ.
β. «ἔχων ἐπίπλους [ναῡς] καὶ πεντήρεις τὰς μάλιστα ταχυναυτούσας», Πολ.)
2. αυτός που πλέει μετά από άλλο
3. ως ουσ. επιβάτης πλοίου
4. (κατά τον Αρποκρατίωνα) «δίοπος λέγεται ὁ διέπων καὶ ἐποπτεύων τὰ κατὰ τὴν ναῡν, ὁ καθ’ ἡμᾱς λεγόμενος ἐπίπλους».
(III)
ο (Α ἐπίπλους και ἐπίπλοος)
βλ. επίπλοον.