γαλακτίς
From LSJ
ἀνιαρῶς τε φέρει τὴν τελευτὴν, καίτοι γε τὸν πρόσθεν χρόνον διαχλευάζων τοὺς μορμολυττομένους τὸν θάνατον, καὶ πρᾴως ἐπιτωθάζων → he bears death with grief, although in a former time he criticized, and mildly derided, those that were fearing death
English (LSJ)
-ίδος, ἡ, = τιθύμαλλος, Aët. 1.397.
German (Pape)
[Seite 471] πέτρα, = folgdm, Orph. Lith. 11.
Greek (Liddell-Scott)
γαλακτίς: -ίδος, ἡ, = τιθύμαλος, εἶδος βοτάνης (κοιν. «γαλατζίδα»). Ἀέτ. 1, σ. 23.
Spanish (DGE)
-ίδος, ἡ
1 mineral. galactita Orph.L.201.
2 bot. lecherina, tésula redonda, Euphorbia peplus L., Aët.1.391 (ap. crít.).
3 plu., anat. ciertas partes del intestino Priscian.Inst.2.213.2.
Greek Monolingual
γαλακτίς, η (AM) γάλα
το φυτό τιθύμαλλος, γαλατσίδα, φλόμος
αρχ.
«γαλακτὶς πέτρα» — ο γαλακτίτης.