ἔποχον
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
τό, saddle-cloth, housing, X.Eq.12.9.
German (Pape)
[Seite 1011] τό, der eigentliche Sitz des Sattels, nach Anderen Sattelgurt, Xen. re equ. 12, 9.
Greek (Liddell-Scott)
ἔποχον: τό, τὸ κάλυμμα τοῦ ἐφιππίου ἢ κατ’ ἄλλους, ἡ ζώνη ἡ συγκρατοῦσα τὸ ἐφίππιον ἐπὶ τῆς ῥάχεως τοῦ ἵππου, «ἴγγλα», «γίγλα», Τουρκ. «κολάνι», Ξενοφ. Ἱππ. 12. 9.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
selle de cavalier.
Étymologie: ἔποχος.
Greek Monotonic
ἔποχον: τό, πάνινο κάλυμμα σέλας, περικάλυμμα, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἔποχον: τό попона или седло Xen.