νύχευμα
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ατος, τό, nightly watch, ποῦ νυχευμάτων χάρις; E.Supp.1136 (lyr., dub. l.).
German (Pape)
[Seite 271] τό, das Nachtwachen, Durchwachen, Eur. Suppl. 1135.
Greek (Liddell-Scott)
νύχευμα: [ῠ], τό, νυκτερινὴ φυλακή, νυχεία, Λατ. pervigilium, ποῦ νυχευμάτων χάρις; Εὐρ. Ἱκέτ. 1136.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
veille, veillée.
Étymologie: νυχεύω.
Greek Monolingual
νύχευμα, τὸ (Α) νυχεύω
διανυκτέρευση, αγρύπνια.
Greek Monotonic
νύχευμα: [ῠ], -ατος, τό, νυχτερινή σκοπιά, Λατ. pervigilium, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
νύχευμα: ατος (ῠ) τό ночное бдение, бессонная ночь Eur.
Middle Liddell
νῠ́χευμα, ατος, τό,
a nightly watch, Lat. pervigilium, Eur. [from νῠχεύω]