δαφοινήεις

From LSJ
Revision as of 07:03, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (8)

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰφοινήεις Medium diacritics: δαφοινήεις Low diacritics: δαφοινήεις Capitals: ΔΑΦΟΙΝΗΕΙΣ
Transliteration A: daphoinḗeis Transliteration B: daphoinēeis Transliteration C: dafoinieis Beta Code: dafoinh/eis

English (LSJ)

εσσα, εν, later form of sq., Nonn.D.1.425.

German (Pape)

[Seite 525] εσσα, εν, = folgdm, Nonn. D. 1, 425 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

δᾰφοινήεις: εσσα, εν, μεταγεν. τύπος τοῦ ἑπομ., Νόνν. Δ. 1. 425· πρβλ. φοινήεις.

Spanish (DGE)

(δᾰφοινήεις) -εσσα, -εν
1 rojo como la sangre χαλινός Nonn.D.15.184, cf. 20.107, δ. πρόσωπον rostro inyectado en sangre de Tifeo, Nonn.D.1.425
de donde sangriento, ensangrentado ὀδούς del dragón que mató Cadmo, Nonn.D.4.361, cf. 37.518, θηροκτόνος ἅρπη Nonn.D.47.541, cf. 22.371, ὄνειρος Nonn.D.44.48.
2 sanguinario, sediento de sangre, causante de muerte ἡγεμονῆες Nonn.D.26.100, fig. κυδοιμός Nonn.D.14.355.

Greek Monolingual

δαφοινήεις, -εσσα, -εν (Α)
ο δαφοινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δα- + φοινήεις «κόκκινος», παράλληλος τ. του φοινός «κόκκινος»].