διαταμιεύω

From LSJ
Revision as of 22:30, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διατᾰμιεύω Medium diacritics: διαταμιεύω Low diacritics: διαταμιεύω Capitals: ΔΙΑΤΑΜΙΕΥΩ
Transliteration A: diatamieúō Transliteration B: diatamieuō Transliteration C: diatamieyo Beta Code: diatamieu/w

English (LSJ)

manage, dispense, Pl.Lg.805e:—Med., store, husband, Id.Criti.111d.

German (Pape)

[Seite 605] verwalten, χρήματα Plat. Legg. VII, 805 e. – Auch med., Plat. Critia. 111 d.

Greek (Liddell-Scott)

διαταμιεύω: φυλάττω ἐν ταμείῳ, οἰκονομῶ, Πλάτ. Νόμ. 805Ε· καὶ ἐν τῷ μέσ., ὁ αὐτ. Κριτί. 111D.

Spanish (DGE)

1 administrar παρέδομεν ταῖς γυναιξὶν διαταμιεύειν τε καὶ κερκίδων ἄρχειν Pl.Lg.805e, en v.med. mismo sent. πράττω διαταμιευόμενος καὶ κελεύων φείδεσθαι τοὺς οἰκέτας Lib.Ep.50.
2 sólo en v. med. almacenar (τὸ ὕδωρ) dicho de la tierra, Pl.Criti.111d.

Greek Monolingual

διαταμιεύω (Α)
1. φυλάγω στο ταμείο και διαχειρίζομαι
2. (-ομαι) αποταμιεύω.

Russian (Dvoretsky)

διατᾰμιεύω:
1) распоряжаться, заведовать (πάντα χρήματα παρέδομεν ταῖς γυναιξὶ διαταμιεύειν Plat.);
2) med. хранить в запасе (τι Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δια-ταμιεύω, ook med., beheren.